ἀνα-βάτης

ἀνα-βάτης

ἀνα-βάτης, ου, ὁ, p. ἀμβάτης (was auch Xen. Mem. 3, 3, 2 steht), 1) der auf etwas gestiegen ist, Eur. Bacch. 1107; bes. Rossebesteiger, Reiter, Plat. Crit. 119 a; Xen. Hell. 5, 3, 1. – 2) der Beschäler, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης …   Dictionary of Greek

  • ευρυβάτης — εὐρυβάτης, ὁ (Α) ο ευρύβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βατης (< βαίνω), πρβλ. ανα βάτης, υπνο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • ιππαναβάτης — ἱππαναβάτης, ὁ (Α) πάπ. ιππέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀνα βάτης (< ἀνα βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • Αναβότας — ο ο Αναβάτης ανδρικό όνομα τής Μυκηναϊκής (a na qo ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βότας (αττ βάτης) < ΙΕ *gwmtās (το m στη Μυκηναϊκή δίνει ο αντί α)] …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”