- ἀνα-νομή
ἀνα-νομή (νομή), ἡ, Wiedervertheilung, Eur. Temen. frg. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-νομή (νομή), ἡ, Wiedervertheilung, Eur. Temen. frg. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανανομή — ἀνανομή, η (Α) ο αναδασμός, η εκ νέου διανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νομή < νέμω] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
ιππονομή — η στρ. 1. η ανά εικοσιτετράωρο μερίδα τροφής που παρέχεται στα κτήνη τού στρατού 2. το σύνολο τών τροφών που αγοράζονται για τους ίππους τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νομή (< νέμω)] … Dictionary of Greek
λούπινο — (Lupinus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Το γένος αυτό περιλαμβάνει αρκετά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Ασία. Χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά και ως ζωοτροφή, ενώ … Dictionary of Greek
παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του … Dictionary of Greek
nem-1 — nem 1 English meaning: to take; to put in order, count Deutsche Übersetzung: “zuteilen, nehmen” (von the Vorstellung der hingestreckten Hand); von “zuteilen” from “O.N.nen, rechnen, zählen (Geldwesen)” Material: Av. nǝmah n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary