- ἀ-δαημοσύνη
ἀ-δαημοσύνη, ἡ, dasselbe, v. l. in der Stelle der Od., erwähnt in den Scholl. u. Apoll. Lex. Hom. 8, 25, gebilligt von Buttmann Lexil. 2, 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δαημοσύνη, ἡ, dasselbe, v. l. in der Stelle der Od., erwähnt in den Scholl. u. Apoll. Lex. Hom. 8, 25, gebilligt von Buttmann Lexil. 2, 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαημοσύνη — δαημοσύνη, η (Α) [δαήμων] εμπειρία, γνώση … Dictionary of Greek
δαημοσύνη — skill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαημοσύνην — δαημοσύνη skill fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαημοσύνης — δαημοσύνη skill fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαημοσύνῃσι — δαημοσύνη skill fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαημοσύνῃσιν — δαημοσύνη skill fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
πανδαημοσύνη — η παντογνωσία, παγγνωσία, γνώση τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαημοσύνη (< δαήμων < δαήμων «γνώστης»), πρβλ. αδαημοσύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο] … Dictionary of Greek