- ἀνα-βλύω
ἀνα-βλύω, dass., Hippocr.; Pol. 34, 9, 7; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-βλύω, dass., Hippocr.; Pol. 34, 9, 7; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] … Dictionary of Greek