- ἀνα-βορβορύζω
ἀνα-βορβορύζω, aor. ἀνεβορβόρυξαν, Ar. Eccl. 433, laut aufmurren.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-βορβορύζω, aor. ἀνεβορβόρυξαν, Ar. Eccl. 433, laut aufmurren.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναβορβορύζω — ἀναβορβορύζω (Α) μουρμουρίζω δυνατά, επιδοκιμάζω φωναχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βορβορύζω «γουργουρίζω», λ. ηχομιμητική] … Dictionary of Greek