ἀνα-μηρύομαι

ἀνα-μηρύομαι

ἀνα-μηρύομαι, wie einen Faden aufwickeln, zurückziehen, Plut. Sol. an. 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀναμηρυσάμενοι — ἀναμηρῡσάμενοι , ἀνά μηρύομαι draw up aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμηρυσάμενος — ἀναμηρῡσάμενος , ἀνά μηρύομαι draw up aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμηρυσώμεθα — ἀναμηρῡσώμεθα , ἀνά μηρύομαι draw up aor subj mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμηρύεται — ἀναμηρύ̱εται , ἀνά μηρύομαι draw up pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμηρύσασθαι — ἀναμηρύ̱σασθαι , ἀνά μηρύομαι draw up aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”