- ὀδμηρός
ὀδμηρός, vermuthet man für ὀδμηνός bei Hesych., der es εὔοσμος, πολύοσμος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδμηρός, vermuthet man für ὀδμηνός bei Hesych., der es εὔοσμος, πολύοσμος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδμηρός — ὀδμηρός, ά, όν (Α) δύσοσμος, δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + κατάλ. ηρός (πρβλ. δαπανηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek