ἀδαμάντινος — adamantine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… … Dictionary of Greek
αδαμάντινος — η, ο 1. από διαμάντι ή στολισμένος με διαμάντια: Το στέμμα των Αψβούργων ήταν αδαμάντινο. 2. σκληρός σαν διαμάντι, αλύγιστος, ακέραιος: Είχε αδαμάντινο χαρακτήρα. 3. «αδαμάντινοι γάμοι», η επέτειος των 60 χρόνων του γάμου συζύγων που ζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδαμαντινώτερον — ἀδαμάντινος adamantine adverbial comp ἀδαμάντινος adamantine masc acc comp sg ἀδαμάντινος adamantine neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμαντίνων — ἀδαμάντινος adamantine fem gen pl ἀδαμάντινος adamantine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμαντίνως — ἀδαμάντινος adamantine adverbial ἀδαμάντινος adamantine masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμάντινον — ἀδαμάντινος adamantine masc acc sg ἀδαμάντινος adamantine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμαντίναις — ἀδαμάντινος adamantine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμαντίναισιν — ἀδαμάντινος adamantine fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμαντίνη — ἀδαμάντινος adamantine fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμαντίνην — ἀδαμάντινος adamantine fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)