- ἀνα-δοχεύς
ἀνα-δοχεύς, ὁ, = ἀνάδοχος, Suid. l. f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-δοχεύς, ὁ, = ἀνάδοχος, Suid. l. f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικοδοχεύς — οἰκοδοχεύς, έως, ὁ (Α) οικοδέκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δοχεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, παν δοχεύς] … Dictionary of Greek
πανδοχέας — πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος αρχ. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοχευς / δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, οικο δοχεύς] … Dictionary of Greek