- ἀνα-δικάζω
ἀνα-δικάζω, sein Urtheil abändern, Agath. 10 (V, 222); med., einen Rechtshandel von neuem anfangen, Isaeus bei Poll. u. Harpocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-δικάζω, sein Urtheil abändern, Agath. 10 (V, 222); med., einen Rechtshandel von neuem anfangen, Isaeus bei Poll. u. Harpocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεδίκασε — ἀνά δικάζω Bis Acc. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνεδίκαζε — ἀνεδίκαζε , ἀνά δικάζω Bis Acc. imperf ind act 3rd sg ἐνεδίκαζε , ἐν δικάζω Bis Acc. imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδικάζω — (Α ἀναδικάζω) (νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση τής πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση] … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek