περι-φθάνω

περι-φθάνω

περι-φθάνω (s. φϑάνω), zuvorkommen. Scheint nicht vorzukommen, denn περιέφϑησαν kommt von περιέπω, Her. 6, 15. 8, 27 u. sonst. S. oben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… …   Dictionary of Greek

  • περιικνούμαι — έομαι, Α φτάνω, έρχομαι απ όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἱκνοῦμαι «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”