- ὀδαξισμός
ὀδαξισμός, ὁ, f. l. für ὀδαξησμός, Plut. Symp. 5, 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδαξισμός, ὁ, f. l. für ὀδαξησμός, Plut. Symp. 5, 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδαξησμός — ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός) νεοελλ. ιατρ. ερεθισμός τού δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή τής λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη αρχ. κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι… … Dictionary of Greek