- ὀδαγμός
ὀδαγμός, ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδαγμός, ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδαγμός — ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ , πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ δάγ μην, τού ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. μός (πρβλ. κηρυγ μός)] … Dictionary of Greek
ὀδαγμός — itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαγμός — ὀδαγμός itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] … Dictionary of Greek