- ἀνα-νεόω
ἀνα-νεόω, erneuen, verjüngen, bes. im med., Soph. Tr. 397, nach Herm. corr.; τοὺς ὅρκους ἀνενεώσαντο Thuc. 5, 46; παλαιὰν φιλίαν ἀνανεωσάμενοι 7, 33; τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεώσασϑαι Isocr. 4, 43; τὴν συμμαχίαν Pol. 23, 1; in's Gedächtniß zurückrufen, 5, 36 u. öfter bei Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.