- ὀδακτάζω
ὀδακτάζω, poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδακτάζω, poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδακτάζω — ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε τίζω (πρβλ. λακ τίζω) βλ. και λ. οδάξ] … Dictionary of Greek
ὀδακτάζοντι — ὀδακτάζω bite pres part act masc/neut dat sg ὀδακτάζω bite pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδακτάζειν — ὀδακτάζω bite pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδακτάσαι — ὀδακτά̱σᾱͅ , ὀδακτάζω bite fut part act fem dat sg (doric) ὀδακτάζω bite aor inf act ὀδακτάσαῑ , ὀδακτάζω bite aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδάξ — ὀδάξ (Α) επίρρ. (κυρίως ως έκφραση πόνου ή έμμονης και μεγάλης οργής) με τα δόντια, δαγκωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀδάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από συμφυρμό τού ὀδών* και τού ρ. δάκνω «δαγκώνω», με επιρρμ. κατάλ. –αξ (πρβλ. λάξ,… … Dictionary of Greek
οδακτίζω — ὀδακτίζω (Α) βλ. οδακτάζω … Dictionary of Greek