- ἀμαξιτός
ἀμαξιτός, att. ἁμαξιτός, ἡ, sc. ὁδός, welches Pind. N. 6, 56 hinzusetzt, Fahrweg, Hom. einmal, κατ' ἀμαξιτόν Il. 22, 146; Her. 7, 176 (auch ἁμ.); Pind. P. 4, 247; Soph. O. R. 716; Xen. Hell. 2, 4, 7 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμαξιτός, att. ἁμαξιτός, ἡ, sc. ὁδός, welches Pind. N. 6, 56 hinzusetzt, Fahrweg, Hom. einmal, κατ' ἀμαξιτόν Il. 22, 146; Her. 7, 176 (auch ἁμ.); Pind. P. 4, 247; Soph. O. R. 716; Xen. Hell. 2, 4, 7 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμαξιτός — αμαξιτός, ή, ό και αμαξωτός, ή, ό δρόμος από τον οποίο μπορούν να περάσουν άμαξες: Ο δρόμος ήταν αμαξιτός, αλλά σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαξιτός — ἁμαξιτός ibo masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάξιτος — ἁμάξιτος masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτός — ibo masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαξιτός — και ωτός, ή, ό (Α ἁμαξιτός, ον) 1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα) 2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή… … Dictionary of Greek
ἀμαξιτόν — ἁμαξιτός ibo masc/fem acc sg ἁμαξιτός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτόν — ἁμαξιτός ibo masc/fem acc sg ἁμαξιτός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάξιτον — ἁμάξιτος masc/fem acc sg ἁμάξιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαξιτῷ — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτοῖς — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτοῦ — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)