- ἀνα-μεστόω
ἀνα-μεστόω, voll machen, anfüllen, ἡ πόλις ὑπὸ γραμματέων (Bergk em. ὑπογραμματέων) ἀνεμεστώϑη Ar. Ran. 1082.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μεστόω, voll machen, anfüllen, ἡ πόλις ὑπὸ γραμματέων (Bergk em. ὑπογραμματέων) ἀνεμεστώϑη Ar. Ran. 1082.
http://www.zeno.org/Pape-1880.