- ἀνα-δύνω
ἀνα-δύνω, = folgd., Batrach. 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-δύνω, = folgd., Batrach. 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναδύνω — ἀναδύνω (Α) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι, επανεμφανίζομαι, προβάλλω πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δύνω, άλλος τ. τού δύω] … Dictionary of Greek