ἀνα-βασμός

ἀνα-βασμός

ἀνα-βασμός, ὁ, = ἀναβαϑμός, Paus. 10, 5; oft Dio Cass., z. B. 58, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναβασμός — ἀναβασμός, ο (Α) 1. κινητή σκάλα 2. πρόοδος στη μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βασμὸς < βαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”