ἀνα-βασσαρέω

ἀνα-βασσαρέω

ἀνα-βασσαρέω, in tmesi, Anacr. bei Ath. X, 427 a, = ἀναβακχεύω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναβασσαρέω — ἀναβασσαρέω (Α) καταλαμβάνομαι από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + βασσαρέω «βακχεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”