- περι-φθείρομαι
περι-φθείρομαι, ringsherum verderbt werden; zu seinem oder Anderer Verderben umherziehen, Isocr. ep. 9, 10. Vgl. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-φθείρομαι, ringsherum verderbt werden; zu seinem oder Anderer Verderben umherziehen, Isocr. ep. 9, 10. Vgl. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιφθείρομαι — ΜΑ περιφέρομαι με κίνδυνο να καταστραφώ ή να καταστρέψω άλλους αρχ. 1. καταστρέφομαι από παντού, φθείρομαι τελείως 2. μαζεύω τις ψείρες, ψειρίζομαι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μειοῡμαι, ἐλαττοῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθείρομαι «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek