- ἀνα-μαρμαίρω
ἀνα-μαρμαίρω, aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. ἀναμορμύρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μαρμαίρω, aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. ἀναμορμύρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναμαρμαίρουσιν — ἀνά μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνά μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμαρμαίρω — ἀναμαρμαίρω (Α) (για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + μαρμαίρω «αστράπτω»] … Dictionary of Greek