- ἀν-αγώνιστος
ἀν-αγώνιστος, ohne Kampf, d. i. a) unthätig, ἀϑλητής, Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσϑαι Plat. Legg. VIII, 845 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αγώνιστος, ohne Kampf, d. i. a) unthätig, ἀϑλητής, Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσϑαι Plat. Legg. VIII, 845 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκαταγώνιστος — εὐκαταγώνιστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που κυριεύεται εύκολα 2. αυτός που καταστρέφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αγωνιστος (< κατ αγωνίζομαι «υπερισχύω, αγωνίζομαι εναντίον»), πρβλ. δυσ κατ αγώνιστος] … Dictionary of Greek
подвижьникъ — ПОДВИЖЬНИК|Ъ (25), А с. 1.Подвижник: къгда чистымъ подвижьникомъ приимати пищю. и съ кацѣмь… ѹтворениѥмь. УСт к. XII, 197; приспѣвъшемъ же д҃ньмъ ст҃ааго и великаго поста. и въ •а҃•вѹю недѣлю таковаго въздьрьжани˫а. и ˫ако добрыимъ подвижьникомъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)