- ἀ-δεής [2]
ἀ-δεής, ές, nicht bedürftig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δεής, ές, nicht bedürftig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
υποδεής — (I) ες, ΜΑ 1. ελλιπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδεής υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐν δεής]. (II) ες, Α λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (<… … Dictionary of Greek
ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] … Dictionary of Greek
θεουδής — θεουδής, ές (Α) 1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος 2. ο θεοειδής. επίρρ... θεουδῶς (Α) ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θεο δεής (*θεο δFεής) < θεο * + δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ ). Η μορφή τού α συνθετικού θεού μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά … Dictionary of Greek
λιποδεής — λιποδεής, ές (Α) αυτός που τού λείπουν τα αναγκαία για να ζήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. εν δεής, υπο δεής] … Dictionary of Greek
λογοδεής — λογοδεής, ές (Α) αυτός που στερείται λόγου ή λογικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δεής(< δέομαι), πρβλ. λιπο δεής, υπνο δεής] … Dictionary of Greek
νηδεής — νηδεής, ές (Α) πιθ. αυτός που δεν αισθάνεται δέος, άφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. κατα δεής, περι δεής] … Dictionary of Greek
ολιγοδεής — ὀλιγοδεής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ανάγκη από λίγα πράγματα, ολιγαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγοδεές η ανάγκη λίγων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δεής (< δέομαι), πρβλ. πολυ δεής] … Dictionary of Greek
περιδεής — ές, ΝΑ αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος αρχ. αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός. επίρρ... περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ με μεγάλο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. εν δεής] … Dictionary of Greek
πολυδεής — ές, Α αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῡ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο δεής] … Dictionary of Greek
προσδεής — ές, Α αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν δεής] … Dictionary of Greek