ἀνακαῖον

ἀνακαῖον

ἀνακαῖον, τό, f. l. für ἀναγκαῖον, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανάκαιον δεσμωτήριον — (ή ἀνακαῑον ή ἀναγκαῑον) αρχ. το δεσμωτήριο στο οποίο εκρατούντο οι δούλοι ή οι απελεύθεροι που αποστατούσαν από τους κυρίους τους …   Dictionary of Greek

  • ἀνάκαιον — ἀνακαίω kindle imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνακαίω kindle imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”