- ἀνα-κέλαδος
ἀνα-κέλαδος, ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κέλαδος, ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακέλαδος — ἀνακέλαδος, ο (Α) δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»] … Dictionary of Greek