- ἀ-διά-θετος
ἀ-διά-θετος, ohne Anordnung; Sp. bes. ohne Testament, Plut. Cat. mai. 9 ὅτι μίαν ἡμέραν ἀδ. ἔμεινε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-διά-θετος, ohne Anordnung; Sp. bes. ohne Testament, Plut. Cat. mai. 9 ὅτι μίαν ἡμέραν ἀδ. ἔμεινε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδιάθετος — η, ο (ΑΜ εὐδιάθετος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, εύθυμος νεοελλ. ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο πρόθυμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδιάθετον η καλή διάθεση, η προθυμία αρχ. 1. ο τακτοποιημένος καλά 2. (σε αντίθεση με το δυσδιάθετος) αυτός… … Dictionary of Greek
Φήμιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός αοιδός των ανακτόρων του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Με τη φόρμιγγα και τα άσματά του ψυχαγωγούσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι στη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του ήρωα.… … Dictionary of Greek