- ἀ-διά-λυτος
ἀ-διά-λυτος, unauflöslich, neben ἀϑάνατος Plat. Phaed. 80 b; φιλίαι D. Hal. 6, 7. – Adv. -τως, πολεμεῖν Pol. 18, 20, 4; s. ἄσπονδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-διά-λυτος, unauflöslich, neben ἀϑάνατος Plat. Phaed. 80 b; φιλίαι D. Hal. 6, 7. – Adv. -τως, πολεμεῖν Pol. 18, 20, 4; s. ἄσπονδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek