- ἀ-διά-δοχος
ἀ-διά-δοχος, ohne Nachfolger, ununterbrochen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-διά-δοχος, ohne Nachfolger, ununterbrochen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Diadochokinese — Dia|docho|kine̱se [gr. διαδοχος = ablösend, abwechselnd u. gr. ϰινησις = Bewegung] w; , n: Fähigkeit, einander entgegengesetzte Bewegungen rasch hintereinander geordnet auszuführen … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek