- ἀ-διά-κριτος
ἀ-διά-κριτος, nicht unter- od. entschieden, λόγος Luc. lup. Trag. 25; φωνή, undeutlich, Pol. 15, 12, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-διά-κριτος, nicht unter- od. entschieden, λόγος Luc. lup. Trag. 25; φωνή, undeutlich, Pol. 15, 12, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
καρδιοκρισία — καρδιοκρισία, ἡ (Μ) παλμός τής καρδιάς, καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κρισία (< κρίτης ή < κριτος < κρίνω), πρβλ. α δια κρισία, δικαιο κρισία] … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek