- ἀ-διά-χυτος
ἀ-διά-χυτος, nicht zerfließend, Hippocr.; Longin. 34, 3 von Demosthenes gedrängtem Styl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-διά-χυτος, nicht zerfließend, Hippocr.; Longin. 34, 3 von Demosthenes gedrängtem Styl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόχυτος — λεπτόχυτος, ον (Μ) ο λεπτά χυμένος, διάχυτος, λεπτός, αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + χυτός (< χύνω), πρβλ. διά χυτος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek