ἀ-δι-άρθρωτος

ἀ-δι-άρθρωτος

ἀ-δι-άρθρωτος, ungegliedert, nicht ausgebildet, Arist. H. A. 2, 1, ἀδιαρϑρωτότερα, wo vor Bekker ἀδιαρϑρότερα stand; πόδες Ael. H. A. 16, 20; (eigtl. von der Aussprache) undeutlich, λόγος ἀτελὴς καὶ ἀδ. Plut. Is. et Os. 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρθρωτός — ή, ό αυτός που συνδέεται με αρθρώσεις, ο έναρθρος …   Dictionary of Greek

  • αρθρωτός — ή, ό αυτός που έχει αρθρώσεις: Αυτή η γέφυρα δεν είναι μονοκόμματη, αλλά αρθρωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έναρθρος — η, ο (AM ἔναρθρος, ον) 1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων 2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.) νεοελλ. αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα …   Dictionary of Greek

  • βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… …   Dictionary of Greek

  • γομφώδης — γομφώδης, ες (AM) μσν. αυτός που μοιάζει με γόμφο, με καρφί αρχ. στερεωμένος με γόμφους, αρθρωτός …   Dictionary of Greek

  • διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με …   Dictionary of Greek

  • ονυχάρθρωτος — η, ο φρ. «ονυχάρθρωτη άγκυρα» ναυτ. άγκυρα τής οποίας οι βραχίονες είναι συνδεδεμένοι με αυτήν και κινούνται γύρω από άξονα υπό ορισμένη γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + αρθρωτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • καλαμαριίδες ή καλαμιτίδες — Οικογένεια παλαιοφύτων της τάξης των εκουιζετωδών, απολιθώματα των οποίων βρίσκονται στα τελματώδη εδάφη του μέσου και ανώτερου παλαιοζωικού αιώνα στη νότια Αφρική, στην Αμερική, στην Κίνα, στην Ευρώπη και στη Ρωσία. Ο κορμός τους, που μπορούσε… …   Dictionary of Greek

  • έναρθρος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει άρθρα (βλ. λ.), δηλ. μέλη που συνδέονται με αρθρώσεις, αρθρωτός: Έναρθρη σύνδεση μηχανισμού. 2. που παράγεται με άρθρωση, με ευδιάκριτη σύναψη των φθόγγων. 3. που εκφέρεται με το άρθρο: Έναρθρο κατηγορούμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”