περι-φορητικός

περι-φορητικός

περι-φορητικός, ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταφορητικός — ή, ό (Α καταφορητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταφόρηση αρχ. αυτός που εξαντλεί, που καταστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορητικός (< φορητός < φορῶ), πρβλ. δια φορητικός, περι φορητικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”