- ἀνα-κολπάζω
ἀνα-κολπάζω, Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κολπάζω, Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακολπάζω — ἀνακολπάζω (Α) ανασηκώνω το κάτω μέρος τού ενδύματος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κολπάζω < κόλπος] … Dictionary of Greek