- ἀνα-κογχυλίσασθαι
ἀνα-κογχυλίσασθαι, nach Poll. 6, 25, = ἀνακλύσασϑαι τὴν φάρυγγα (s. ἀνακογχυλιάζω), Harpocr. u. Philet. p. 453.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κογχυλίσασθαι, nach Poll. 6, 25, = ἀνακλύσασϑαι τὴν φάρυγγα (s. ἀνακογχυλιάζω), Harpocr. u. Philet. p. 453.
http://www.zeno.org/Pape-1880.