- ἀνα-κλύζω
ἀνα-κλύζω, an-, bespülen, νῆα ἀνακλύζεσκεν ῥόος Ap. Rh. 2, 551.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κλύζω, an-, bespülen, νῆα ἀνακλύζεσκεν ῥόος Ap. Rh. 2, 551.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακλύζω — ἀνακλύζω (Α) 1. (για τη θάλασσα) κατακλύζω με μεγάλα κύματα 2. αφρίζω, αναβράζω όπως τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλύζω] … Dictionary of Greek