- ἀνα-γλύφω
ἀνα-γλύφω, ausmeißeln, in halberhabener Arbeit schnitzen, Reliefs machen, Ggstz διαγλύφω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-γλύφω, ausmeißeln, in halberhabener Arbeit schnitzen, Reliefs machen, Ggstz διαγλύφω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναγεγλυμμέναι — ἀνά γλύφω carve perf part mp fem nom/voc pl ἀναγεγλυμμένᾱͅ , ἀνά γλύφω carve perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλυφόντων — ἀνά γλύφω carve pres part act masc/neut gen pl ἀνά γλύφω carve pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλύφει — ἀνά γλύφω carve pres ind mp 2nd sg ἀνά γλύφω carve pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλύψαι — ἀνά γλύφω carve aor inf act ἀναγλύψαῑ , ἀνά γλύφω carve aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγεγλυμμένοις — ἀνά γλύφω carve perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλύψαιμι — ἀνά γλύφω carve aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγέγλυπτο — ἀνά γλύφω carve plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγλυψαν — ἀνά γλύφω carve aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγλύφω — (Α ἀναγλύφω) σκαλίζω σκληρή επιφάνεια κοσμώντας την με ανάγλυφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γλύφω. ΠΑΡ. αναγλυφή, ανάγλυφος] … Dictionary of Greek
ἀναγλύψας — ἀναγλύψᾱς , ἀνά γλύφω carve aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Raumbildprojektion — Evoke 2002: Einige Besucher schauen Demos in 3D 3D Mobi … Deutsch Wikipedia