- περι-φεγγής
περι-φεγγής, ές, ringsum strahlend, Ἥλιος, Orph. Arg. 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-φεγγής, ές, ringsum strahlend, Ἥλιος, Orph. Arg. 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιφεγγής — ές, Α αυτός που φέγγει ολόγυρα, που ακτινοβολεί κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φεγγής (< φέγγος)] … Dictionary of Greek
υπερφέγγεια — ἡ, Α άπλετο φως, δυνατή λάμψη («τὴν διὰ τὴν τῶν ἀκτίνων ὑπερφέγγειαν», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φέγγεια (< φεγγής < φέγγος), πρβλ. περι φέγγεια] … Dictionary of Greek