- ἀνα-γλυκαίνω
ἀνα-γλυκαίνω, versüßen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-γλυκαίνω, versüßen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναγλυκαίνω — 1. κάνω κάτι (πάλι) γλυκό, γλυκαίνω, ξαναγλυκαίνω 2. μέσ. γίνομαι (πάλι) γλυκός, γλυκαίνομαι, ξαναγλυκαίνομαι 3. (για ζύμη) γίνομαι νερουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκαίνω] … Dictionary of Greek