- ἀνα-κορέω
ἀνα-κορέω, ausfegen, säubern, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κορέω, ausfegen, säubern, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεκόρει — ἀνά κορέω satiate imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)