- ἀ-δι-οριστία
ἀ-δι-οριστία, ἡ, Ungesondertheit, Phot. bibl. 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δι-οριστία, ἡ, Ungesondertheit, Phot. bibl. 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοριστία — ἡ, Α η τάση τού να δίνει κανείς ορισμούς («ἐπεὶ καὶ τοῡτον τὸν ἄνδρα... τὸ τῆς φιλοριστίας ἐπενείματο νόσημα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οριστία (< ὁριστός < ὁρίζω), πρβλ. ἀ οριστία] … Dictionary of Greek