- ἀνα-κνάπτω
ἀνα-κνάπτω, = ἀναγνάπτω, Lysipp. com. Poll. 6, 37. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κνάπτω, = ἀναγνάπτω, Lysipp. com. Poll. 6, 37. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνακνάψαι — ἀνά κνάπτω card aor inf act ἀνακνάψαῑ , ἀνά κνάπτω card aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγναψαν — ἀνά γνάφω aor ind act 3rd pl ἀνά κνάπτω card aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνάφθη — ἀνά κνάπτω card aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέκναψαν — ἀνά κνάπτω card aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνάψας — ἀναγνάψᾱς , ἀνά γνάφω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναγνάψᾱς , ἀνά κνάπτω card aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακνάπτω — ἀνακνάπτω (Α) κάνω κάτι να φαίνεται σαν καινούργιο, τό επιδιορθώνω ή τό παρουσιάζω με άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κνάπτω «ξαίνω ή λαναρίζω μαλλί, κατεργάζομαι ή καθαρίζω ύφασμα»] … Dictionary of Greek
ἀνακνάψας — ἀνακνάψᾱς , ἀνά κνάπτω card aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)