- προ-πένθερος
προ-πένθερος, ὁ, Großschwiegvater, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 1508.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πένθερος, ὁ, Großschwiegvater, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 1508.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπένθερος — ὁ, Α ο πατέρας τού πεθερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πενθερός] … Dictionary of Greek
γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» … Dictionary of Greek