ἀνα-καθαίρω

ἀνα-καθαίρω

ἀνα-καθαίρω, wieder reinigen, aufräumen, Pol. 10, 30, 8, gew. med., Αὐγίου βουστασίαν Luc. Alex. 1; ἀνακαϑηράμενοι καὶ ἐξελάσαντες πᾶν τὸ βάρβαρον Plat. Menex. 241 d; τὰ περιόντα τοῠ πολέμου Plut. Ant. 9; λόγον, eine Rede halten, um etwas ins Reine zu bringen; Plat. Legg. 1, 642 a, od. säubern, feilen; von der Luft, sich aufklären, Plut. Timol. 27; bei den Aerzten: nach oben, d. h. durch Erbrechen reinigen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανακαθαίρω — ἀνακαθαίρω (Α) Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώς ΙΙ. μέσ. 1. γίνομαι καθαρός, διαυγής 2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες 3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα 4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι… …   Dictionary of Greek

  • ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”