- ἀν-αιδίη
ἀν-αιδίη, ἡ, Archil. 1, corr. des Metrums wegen, = ἀναιδεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αιδίη, ἡ, Archil. 1, corr. des Metrums wegen, = ἀναιδεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀιδίη — ἀϊδίη , ἀίδιος everlasting fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδίη — Λεπιδόπτερο έντομο με λεπτό κυλινδρικό σώμα. Τα μπροστινά φτερά του είναι γαλακτόχρωμα με μαύρα στίγματα και τα πίσω καφετιά. Εμφανίζεται πάντα μετά τη δύση του ήλιου, στο διάστημα ανάμεσα στις αρχές Ιουλίου και τα τέλη Αυγούστου. Αποθέτει τα… … Dictionary of Greek