- ἀνα-καινίζω
ἀνα-καινίζω, erneuern, ἔχϑρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-καινίζω, erneuern, ἔχϑρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακαινίζω — (Α ἀνακαινίζω) μσν. νεοελλ. 1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω 2. (για ναούς) ανοικοδομώ νεοελλ. μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω αρχ. μσν. κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
επανακαινίζω — ἐπανακαινίζω και έπανακαινῶ, έω (Α) ανανεώνω, ανακαινίζω, αναζωογονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα καινίζω (< καινός «καινούργιος»)] … Dictionary of Greek