- περι-φωτίζω
περι-φωτίζω, umleuchten, beleuchten, Plut. de prim. frig. 17, τὸ λαμπρὸν οὐ παρίησιν ὑπὸ στερεότητος, ἀλλ' ἐπιπολῆς περιφωτίζεται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-φωτίζω, umleuchten, beleuchten, Plut. de prim. frig. 17, τὸ λαμπρὸν οὐ παρίησιν ὑπὸ στερεότητος, ἀλλ' ἐπιπολῆς περιφωτίζεται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπεφωτισμένων — περί φωτίζω shine perf part mp fem gen pl περί φωτίζω shine perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεφώτισε — περϊεφώτισε , περί φωτίζω shine aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
περιαυγάζω — ΝΜΑ φέγγω ολόγυρα, διαχέω λάμψη παντού νεοελλ. μτφ. κάνω κάποιον ένδοξο, λαμπρύνω αρχ. μτφ. θαμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐγάζω «φωτίζω, λάμπω»] … Dictionary of Greek