- ἀν-αγγελίζω
ἀν-αγγελίζω, = folgdm, Tab. Heracl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αγγελίζω, = folgdm, Tab. Heracl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγγελίζω — [άγγελος] (αμτβ.) 1. είμαι καλός σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. δίνω ελεημοσύνη, ελεώ … Dictionary of Greek
αγγελίζω — αγγέλισα 1. δίνω ελεημοσύνη: Δεν περνούσε απ το χωριό ζητιάνος που να μην τον αγγελίσει. 2. είμαι ωραίος σαν άγγελος: Έναν καιρό ήμουν άγγελος τώρα αγγελίζουν άλλοι (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελιάζω — [αγγελίζω] 1. τρομάζω κάποιον 2. εξασθενώ, αδυνατίζω 3. (μέσο) βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ξεψυχώ, ψυχοπαραδίνω … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
αγγέλισμα — το [αγγελίζω] 1. βοήθεια σε φτωχό, ελεημοσύνη 2. απροσδόκητη συμφορά, δυστυχία … Dictionary of Greek