- περι-φυής
περι-φυής, ές, herumwachsend, τῇ γῇ, niedrig an der Erde hinwachsend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-φυής, ές, herumwachsend, τῇ γῇ, niedrig an der Erde hinwachsend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek