ἀνα-κεράννυμι

ἀνα-κεράννυμι

ἀνα-κεράννυμι (s. κεράννυμι), wieder mischen, Hom. in tmesi, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν, Od. 3, 390; οἶνον ἀνεκεράννυ Ar. Ran. 512; allgemeiner, beimischen, τῇ ψυχῇ ἀνακεκραμέναι Tim. Locr. 102 e; καιναῖς αὖϑις ἀνακραϑέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν, die Geschlechter waren vermischt, Plut. Rom. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανακεράννυμι — ἀνακεράννυμι και ύω (Α) 1. κάνω ανάμιξη, ανακατώνω ξανά 2. συνδέω, ενώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεράννυμι, ύω «αναμιγνύω, συνενώνω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκρασις] …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

  • ανακίρναμαι — ἀνακίρναμαι (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω 2. υφίσταμαι ύφεση, μετριάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίρναμαι, παράλληλος, ποιητ. τ. τού κεράννυμι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”